ἀναδημιουργεῖ

ἀναδημιουργεῖ
ἀνά-δημιουργέω
practise a handicraft
pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)
ἀνά-δημιουργέω
practise a handicraft
pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μίμος — Στη σύγχρονη ορολογία με τη λέξη μ. υποδηλώνεται ένα θεατρικό είδος, στο οποίο η σκηνική έκφραση στηρίζεται αποκλειστικά και μόνο στις χειρονομίες, στη στάση και στην κίνηση του ανθρώπινου σώματος. Στην κλασική εποχή ο μ. ήταν μια ιδιαίτερη μορφή …   Dictionary of Greek

  • αναδημιουργός — ο αυτός που αναδημιουργεί, ξαναπλάθει: Θεωρούνταν ως ο αναδημιουργός της χώρας του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναδημιουργώ — ησα, ήθηκα, ημένος, ξαναφτιάχνω, ξαναπλάθω: Ο καλός μεταφραστής ενός έργου, ως ένα βαθμό, αναδημιουργεί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”